Newsletter

Κάποτε στην Αμερική

ΤΑΣΟΣ ΧΑΛΚΙΑΣ "ΑΡΘΡΑ" » Κάποτε στην Αμερική

Η Αμερική φιλοξένησε και αφομοίωσε ανθρώπους όλων των ειδών και των φυλών, και αποτέλεσε πόλο έλξης των φιλόδοξων Ελλήνων καλλιτεχνών, που ξεκίνησαν με το όνειρο να κάνουν γνωστή την τέχνη τους στα πέρατα της γης, να ψυχαγωγήσουν τους Έλληνες μετανάστες, να γνωρίσουν μουσικούς από άλλες γωνιές του πλανήτη και να εργαστούν με καλύτερους όρους, για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Αυτή την εποχή, της έντονης καλλιτεχνικής κίνησης, βρέθηκε στην Αμερική και ο Τάσος Χαλκιάς, παίρνοντας μαζί του τις εμπειρίες του από τα ελληνικά γλέντια και τις ηχογραφήσεις και το καλή τύχη των δικών του ανθρώπων.


«Εκείνη την εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήτανε πολλοί μουσικοί που προσπαθούσαν να ξενιτευτούν… οι περισσότεροι προσπαθούσαν να πάνε στην Αμερική, όπου υπήρχε ελληνισμός, ήταν πιο κοντά στην Ελλάδα από την Αυστραλία κι είχε μαθευτεί ότι πλήρωναν και καλά λεφτά. …όταν κατά το τέλος του 1959 μου έγινε μια πρόταση κι έπρεπε να χωρίσω από τα αδέρφια μου, αλλά και από την οικογένειά μου, αφού πρώτα τα έβαλα όλα κάτω και σκέφτηκα πως… δεν υπήρχε άλλος δρόμος να ικανοποιήσω τα όνειρά μου, δέχτηκα την πρόσκληση που μου κάνανε να πάω να δουλέψω σε ένα κέντρο, το 1960, στη Νέα Υόρκη, στο Κηφισιά».

Κέντρα δίσκοι

Στο Κηφισιά ο Χαλκιάς βρέθηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Σταύρο Τζουανάκο, τον Νίκο Καλλέργη και τον Στέλιο Μακριδάκη και αργότερα δούλεψε με ελληνικά και μικτά συγκροτήματα στη Βοστώνη, στη Φιλαδέλφεια, την Ουάσιγκτον, το Οχάιο και σε πολλές ακόμη πόλεις που τον καλούσαν για να ακούσουν το γλυκό ήχο του και να ξυπνήσουν τις μνήμες από τις παλιές φιλίες και τα αγαπημένα πρόσωπα στην πατρίδα. Στην Ουάσιγκτον, εμπνεύστηκε και το περίφημο Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι, το οποίο και ηχογράφησε σε μια σύντομη επιστροφή του στην Ελλάδα. Στις επιστροφές του στην Ελλάδα, από το 1961 μέχρι το 1964, ηχογραφούσε με το συγκρότημα των Χαλκιάδων δημοτικά και λαϊκά τραγούδια τα οποία έπαιρνε μαζί του στην Αμερική όπου κυκλοφορούσαν σε μεγάλους δίσκους. Έτσι εκδόθηκαν στις Η.Π.Α. περί τα 4 long play με την ετικέτα A. H. και τον τίτλο T’ AIDONIA. «Συλλογές από τραγούδια και χορούς παρμένα από κάθε γωνιά της Ελλάδος και εκτελούμενα από τα αστέρια του τραγουδιού και της μουσικής τους αδελφούς Χαλκιά».

Το συγκρότημα αυτό αποτελούσαν οι: Τάσος & Μάνθος Χαλκιάς (κλαρίνο), Χρόνης & Κυριάκος Χαλκιάς (βιολί), Λάμπρος Χαλκιάς (κιθάρα), Φώτης Χαλκιάς (τραγούδι), Χρήστος Καρκανάκης (μπουζούκι), Χρήστος Χαλκιάς (ακορντεόν) και βασικός τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν ο Λάκης Χαλκιάς. Ο κύκλος της Αμερικής, παρέμεινε ανοιχτός μέχρι το 1967, που επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κλαρίνα και τον ήθελαν κοντά τους, όπως είχαν τον Σαλέα, τον Χαλιγιάννη κ.α. Δεύτερη φορά, πήγε όταν προσκλήθηκε να ηχογραφήσει δημοτικά και λαϊκά τραγούδια, με τα συγκροτήματα του Ανέστη Αθανασίου ή «Γύφτου» και του Δημήτρη Στεργίου ή «Μπέμπη», για λογαριασμό της εταιρείας Alector. Μπορεί οι περισσότερες από τις ηχογραφήσεις αυτές να μην είχαν την αρτιότητα των αντίστοιχων ελληνικών της Columbia, είχαν, όμως, ενέργεια και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρων γιατί σε αυτές έσμιγαν και οργανοπαίκτες διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας. Ήταν μια εποχή, άλλωστε, στην οποία στηνόταν το πατάρι όπου θα πατούσαν οι μετέπειτα μουσικές συναντήσεις και το έθνικ του κόσμου.

Στην 8η λεωφόρο

«Έμεινα δυόμισι χρόνια κι ήτανε καλά, διότι από την αρχή με αγάπησαν. Μάλιστα με την πρώτη εμφάνιση που έκανα στην τηλεόραση μου δώσανε τον τίτλο Το πρώτο κλαρίνο της Ελλάδας. Αυτό με βοήθησε πολύ…. Ωραία λοιπόν έβρισκα και την ιδέα να ξαναπάω στην Αμερική, αλλά λεύτερος. Πιο λεύτερος από την πρώτη φορά, το 1960. Την δεύτερη φορά που επήγα γραμμοφώνησα πολλά ελληνικά και τούρκικα τραγούδια για την εταιρεία Αλέκτωρ… Μια μέρα κατέβηκα στα στέκια τα γνωστά μου από την πρώτη φορά. Πήγα στην 8η άβενιου, την 8η λεωφόρο, όπου βρίσκονταν τα ελληνικά κέντρα. Δεν ξέρω αν είναι ακόμη εκεί σήμερα… Με είδανε. Είχανε ανάγκη μεγάλη. Δεν είχανε όργανα. Η μπόσενα είχε βάλει κάτι όργανα, αλλά δεν είχε καθόλου δουλειά αν και το μαγαζί ήτανε πολύ ωραίο. Πρωτότυπο μαγαζί τότε το Αλή Μπαμπά για την εποχή του… Στο Αλή Μπαμπά μου δώσανε το «Οκέυ», που λένε, να φτιάξω συγκρότημα. Έβαλα αμέσως μπροστά. Πήρα τον Τζουανάκο μπουζούκι, ένα παλιό φίλο και συνεργάτη από την προηγούμενη φορά που ήμουνα με τον Παπαϊωάννου και ο οποίος πέθανε εκεί στην ξενιτιά ο φουκαράς. Έφτιαξα ένα δυνατό συγκρότημα και μόλις μπήκα μέσα στο μαγαζί αρχίσανε να έρχονται με λεωφορεία από παντού. Από τη Βοστώνη, τη Φιλαδέλφεια. Ήμουνα αρκετά γνωστός».

Με τον Μπέννυ Γκούντμαν

«Μια μέρα ήρθε η μπόσενα και μου είπε πως στο μαγαζί βρίσκονται καμιά δεκαριά άτομα με τον κύριο Γκούντμαν. Τους είχε φέρει το ενδιαφέρον τους για ένα σκοπό που έπρεπε να παιχτεί πάνω σε μοιρολόι και οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούσαν να τον παίξουν, η ορχήστρα του Μπέννυ Γκούντμαν. Επρόκειτο για κινηματογραφικό έργο, του Ρίτσαρντ Σεραφιάν. Το Άντυ, όπου μια μάνα χάνει την κόρη της και τρελαίνεται. Για εκείνη τη στιγμή θέλαν’ ένα σκοπό μοιρολόι. Ρώτησαν και τους είπανε να έρθουν στη Νέα Υόρκη, στο κέντρο Αλή Μπαμπά, όπου παίζει κάποιος που είναι σε θέση να εξυπηρετήσει και ονομάζεται Τάσος Χαλκιάς.

Όταν μου είπε η μπόσενα ότι, «Κύριε Χαλκιά, σήμερα φιλοξενούμε στο μαγαζί τον Μπέννυ Γκούντμαν», είναι αλήθεια πως γνωρίζοντας ποιος είναι, δεν μπορούσα να παίξω αυτό που θέλανε. Βέβαια, κατόπιν συνεννόησης με την μπόσενα, διότι εκείνη έκανε το διερμηνέα, ο Γκούντμαν της είπε: «Θέλω να παίξει ένα μοιρολόι. Τι είναι αυτό το πράγμα»; «Να παίξω», είπα, αλλά επειδή ήξερα για τον άνθρωπο αυτόν, επήγα πρώτα στο μπαρ κι έσφιξα δυο-τρία ουίσκι και κατόπιν ανέβηκα επάνω. Μόλις τελείωσα ήρθε στο πάλκο και με ρώτησε αν διαβάζω νότες. «Δε διαβάζω κύριε». «Και περνάς τόσα πράγματα; Εγώ να ήμουνα, χωρίς να διάβαζα δε θα τα κατάφερνα ποτέ».

Είναι! Σαν βυζαντινή μουσική. Έπαιξα ωραία. Του φάνηκε παράξενος ο ήχος του μοιρολογιού. Ο τρόπος. Οι τραβηχτές φωνές σε μόρια. Πολύ τραβηχτές. Κι αυτό ίσως δεν το είχαν στη μουσική που έπαιζε. Στην Τζαζ. Βγάζουν καθαρές φωνές στην Τζαζ. Δεν έχουν κλεισάντα. Δεν έχουν μόρια μέσα στις φωνές τους και τους εντυπωσίασα φαίνεται. Τους άρεσε πολύ. Τρελάθηκε ο Γκούντμαν. Ανέβηκε στο πάλκο και κοντά στις ερωτήσεις με φίλησε κι ύστερα όταν καθίσαμε στην παρέα του μου έδωσε μια μπουκαδούρα δώρο που έγραφε πάνω το όνομά του. Μου έδωσε επίσης και καλάμια. Δεν ξέρω πως, αλλά έβγαζε και δικά του καλάμια. Έπαιξα τελικά με την ορχήστρα του, μ’ αυτόν τον μεγάλο κλαρινίστα της Αμερικής μετά από το παίξιμο που έκανα στο μαγαζί, όπου κάθισα έξι μήνες».

«Γεια σου Χαλκιά μου, γειά σου»!

Στα 7-8 χρόνια που ο Τάσος Χαλκιάς επισκεπτόταν την Αμερική είχε πάρα πολλές ενδιαφέρουσες συνεργασίες, στα κέντρα και στους δίσκους. Τα κέντρα που έπαιζαν οι Έλληνες, συνήθως, κάλυπταν τις ανάγκες της ευρύτερης μεταναστευτικής κοινότητας της εγγύς και μέσης ανατολής, που αποτελούσαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι και οι Άραβες. Συχνά, λοιπόν, οργανοπαίκτες με διαφορετική καταγωγή συναντιόντουσαν στα ίδια προγράμματα και έπαιζαν μαζί στους δίσκους. Σε κάποια από αυτά τα προγράμματα συναντήθηκε με τον περίφημο Αρμένιο ουτίστα Ούντι Χραν (Κενκουλιάν), που ήταν τυφλός, αλλά, μυθικός μουσικός και η φήμη του ήταν μεγάλη, τόσο στην εγγύς και τη μέση ανατολή όσο και στην Αμερική. Συνεργάστηκαν στο κέντρο Ισταμπούλ της Νέας Υόρκης και έπαιξαν μαζί σε ηχογραφήσεις που έγιναν για λογαριασμό της M.G.M., με το συγκρότημα του ελληνοαμερικανού τρομπετίστα Μιχάλη Χαρτοφίλη, που περιόδευσε και στην πρώην Σοβιετική ένωση.

Σε εκείνες τις ηχογραφήσεις που ήταν και οι τελευταίες του στην Αμερική, έπαιξαν με μεγάλο κέφι τραγούδια και σκοπούς της ανατολής, με τον Τάσο Χαλκιά να σολάρει ως «μέγας ανατολίτης» και τον Ούντι Χραν να προσφωνεί: «Γεια σου Χαλκιά μου, γεια σου» και «Γεια σου Χαλκιά παραπονιάρη»!

Οι αφηγήσεις του Τάσου Χαλκιά προέρχονται από το βιβλίο του Αντρέα Χρονόπουλου Θύμησες και Σημειώσεις ΤΑΣΟΥ ΧΑΛΚΙΑ, Εκδόσεις Απόπειρα, 1985.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Όασις